ειδικεύομαι

ειδικεύομαι
[цдикевоме] р. специализироваться

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ειδικεύομαι" в других словарях:

  • ειδικεύομαι — ειδικεύομαι, ειδικεύτηκα και ειδικεύθηκα, ειδικευμένος βλ. πίν. 20 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ειδικεύω — 1. περιορίζω κάτι σε μία μόνο περίπτωση («ειδικεύω την ερώτηση») 2. ειδικεύομαι αποκτώ ειδικές γνώσεις σε κλάδο επιστήμης ή τέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • ειδικεύω — ειδίκευσα, ειδικεύτηκα, ειδικευμένος, μτβ. 1. περιορίζω κάτι σε μία μόνο περίπτωση, το μερικεύω: Ειδικεύω την ερώτησή μου. 2. κάνω κάτι ή κάποιον ειδικό σε ορισμένο κλάδο, κατάλληλο για ορισμένη χρήση ή σκοπό: Ειδικεύει τους φοιτητές στην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»